πλίνθος

πλίνθος
πλίνθος
Grammatical information: f.
Meaning: `brick, air brick, bakestone', metaph. `square building stone, metal ingot, abacus' (IA.).
Compounds: Compp., e.g. πλινθο-φόρος `bearing bricks, brick-bearer' (Ar.), ἡμι-πλίνθ-ιον n. `ingot in the shape of half a brick' (Hdt., Att. inscr.).
Derivatives: 1. Diminut.: πλινθ-ίον (Att.), -ίς f. (hell.), both mostly in metaph. special meanings; -άριον (LXX), -ίδιον (Iamb.). 2. Adj.: -ινος `made of bricks, of bricks' (IA.), -ικός `id.' (pap.), -ιακός `busy with bricks' (D. L.; after βιβλι-ακός, θηρι-ακός a.o.), -ωτός `brick-shaped' (Paul. Aeg.). 3. Subst.: -ῖτις f. `kind of στυπτηρία' (Gal.). 4. Adv.: -ηδόν `roofing tile-shaped' (Hdt.). 5. Verbs: πλινθ-εύω `to cut out bricks, to make bricks' (IA.) with -εία f., -εῖον n., -ευσις f., -ευμα n., -ευτής (hell.); -όομαι `to cover with bricks' (AP).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical expression of building with tiles and already for this reaon (cf. on κέραμος) as well as for the suffixe suspect of being a loan: Chantraine Form. 371, Güntert Labyrinth 22, Kretschmer Glotta 23, 12; on this Alessio Studi etr. 18, 139, Belardi Doxa 3, 218. On IE hypotheses s. Bq s. v., W.-Hofmann on 3. pila and later; also Lidén Stud. 18.
Page in Frisk: 2,562-563

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλίνθος — brick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθοι — πλίνθος brick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθους — πλίνθος brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτόπλινθος — η, ΝΜΑ, και χορτόπλινθος, ο, Ν πλίνθος από χώμα ανακατεμένο με χόρτα και ρίζες, πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πλίνθος (πρβλ. ὠμό πλινθος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμόπλινθος — η, / ὠμόπλινθος, ΝΑ πλίνθος που δεν έχει ψηθεί σε καμίνι αλλά έχει ξηρανθεί στον ήλιο, αλλ. ωμή πλίνθος, κν. πλίθρα και πλιθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

  • плита — укр. плита плита , др. русск. плита камень, кирпич (часто; см. Срезн. II, 965), болг. плита (Младенов 430), возм., сербохорв. пли̏тица мелкая миска . Скорее всего, родственно греч. πλίνθος кирпич , которое сближают, далее, с англос. flint кремень …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθρακόπλινθος — η η πλίνθος που κατασκευάζεται απο καρβουνόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται στον πληθυντικό (ανθρακόπλινθοι, αι) απο το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακόπλινθος — ο πλίνθος που γίνεται με συμπίεση (ή με προσθήκη κολλητικής ουσίας) από σκόνη λιθανθράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + πλίνθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωΐα] …   Dictionary of Greek

  • οπτόπλινθον — ὀπτόπλινθον, τὸ (Α) οπτόπλινθος, ψημένη πλίνθος, τούβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + πλίνθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”